- πολυδόξαστος
- πολυ-δόξαστος, ον,A much-famed, Sch.rec.Pi.O.6.120.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυδόξαστος — ον, Α πολύ δοξασμένος, πολύ ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δοξαστός (< δοξάζω), πρβλ. α δόξαστος] … Dictionary of Greek